- Ὀρομπάτας
- Ὀρομπάτας, α, ὁ, epith. of Zeus at Amathus, Hermes 50.158.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ορομπάτας — Ὀρομπάτας, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στον Αμαθούντα τής Κύπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία συνδέεται πιθ. σημασιολογικά με το ὀρειβάτης, ενώ ετυμολογικά με τον τ. ὀρεμπότης*] … Dictionary of Greek
ορεμπόται — ὀρεμπόται, οί (Α) (ως επίθ. τών ποταμών) αυτοί που πίνουν τα όρη, δηλ. που σχηματίζονται από τα νερά τών βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθ. < ὄρος (II) + εμπότης (< ἐμπίνω), ενώ, κατ άλλη άποψη, συνδέεται με… … Dictionary of Greek